- ομελέτα
- omelette
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ομελέτα — η έδεσμα που παρασκευάζεται από χτυπητά αβγά τηγανισμένα με λάδι ή βούτυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. omelette < αρχ. γαλλ. omelette, άλλη μορφή του alumelle «μικρή λάμα» < αρχ. γαλλ. lemelle < λατ. lamella «μικρό μεταλλικό πιάτο»] … Dictionary of Greek
ομελέτα — η (λ. γαλλ.), φαγητό με χτυπητά αβγά τηγανισμένα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λειριοπολφανεμώνη — λειριοπολφανεμώνη, ἡ (Α) (κωμ. σύνθ.) ομελέτα παρασκευασμένη από κρίνα, πολφούς και ανεμώνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < λείριον + πολφός + ἀνεμώνη] … Dictionary of Greek
σφουγγάτο — το / σφουγγᾱτον, ΝΜ και σφογγάτο Ν και σφογγᾱττον Μ ομελέτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφόγγος/ σπόγγος + κατάλ. άτο (πρβλ. λεμον άτο). Ο νεοελλ. τ. σφουγγάτο με κώφωση τού /ο/ σε /u/, πρβλ. κώδων: κουδούνι] … Dictionary of Greek
σφουγγάτο — το και σφογγάτο, το ομελέτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)